ἀπέμειναν

ἀπέμειναν
ἀπό-μένω
stay
aor ind act 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… …   Dictionary of Greek

  • Χαλκηδών — Πόλη της ασιατικής παραλίας της Προποντίδας (το σημερινό Καντίκιοϊ, προάστιο της Κωνσταντινούπολης). Χτίστηκε το 675 π.Χ. από Μεγαρείς αποίκους, και αναπτύχθηκε γρήγορα χάρη στην πανελλήνια φήμη του εκεί μαντείου του Απόλλωνα. Την κυρίευσε ο… …   Dictionary of Greek

  • αζούρ — (γαλλ. ajour). Είδος κεντήματος που γίνεται, στην πρώτη φάση, με την αφαίρεση κλωστών από το ύφασμα και μετά με τη συρραφή, με ειδικό τρόπο, εκείνων που απέμειναν. Υπάρχουν πολλοί τύποι α. * * * το (άκλιτο) είδος διάτρητου κεντήματος, που… …   Dictionary of Greek

  • ακτινοβολία — (αγγλ. radiation). Γενικός όρος με τον οποίο στη φυσική υποδηλώνονται τα φαινόμενα εκπομπής, διάδοσης και απορρόφησης ενέργειας από μέρους σωμάτων, με τη μορφή είτε κυμάτων (α. ηχητική, α. ηλεκτρομαγνητική) είτε σωματιδίων. Οι α. μπορούν να… …   Dictionary of Greek

  • αποκοτταβισμός — ἀποκοτταβισμός, ο (Α) το να πετά κάποιος τις τελευταίες σταγόνες που απέμειναν στο ποτήρι του κρασιού …   Dictionary of Greek

  • αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… …   Dictionary of Greek

  • επικαρπολογώ — (Α ἐπικαρπολογοῡμαι, έομαι) μαζεύω τους καρπούς που απέμειναν μετά τον θερισμό ή τον τρύγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίκαρπος + λογώ (< λόγος)] …   Dictionary of Greek

  • επιφυλλίζω — ἐπιφυλλίζω (AM) ερευνώ, αναζητώ, εξετάζω με προσοχή αρχ. μαζεύω τα σταφύλια που απέμειναν μετά τον τρύγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φυλλίζω (< φύλλον)] …   Dictionary of Greek

  • εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”